- υπαρξιστικός, -ή
- -ό που έχει σχέση με τον υπαρξιστή ή τον υπαρξισμό (βλ. λ.): Υπαρξιστική θεωρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπαρξιστικός — ή, ό, Ν [υπαρξιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπαρξισμό ή στον υπαρξιστή («υπαρξιστική φιλοσοφία») … Dictionary of Greek